Η καπιταλιστική κρίση είναι κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Η καπιταλιστική ανάπτυξη οδηγεί σε συσσώρευση κερδών που πρέπει να επενδυθούν σε κάποιο τομέα με ικανοποιητικό - για τον κεφαλαιοκράτη - ποσοστό κέρδους. Ομως, η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού τελικά οδηγεί σε έλλειψη «επενδυτικών ευκαιριών». Οι καπιταλιστές δεν έχουν πού να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους. Για παράδειγμα, τα 100 δισ. δολάρια ταμειακών διαθεσίμων της «Apple» υποδηλώνουν δύο πράγματα: Πως είναι πολύ επιτυχημένη καπιταλιστική επιχείρηση, αλλά παράλληλα πως δεν έχει τι να κάνει τα κέρδη της. Δεν μπορούν δηλαδή να «επενδυθούν» κάπου που να προσδοκούν ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους.
Η καπιταλιστική κρίση όταν εκδηλώνεται αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα, μέσα από μια μεγάλης κλίμακας καταστροφή ενός τμήματος του επενδυμένου κεφαλαίου, επιτρέποντας στο κεφάλαιο που παραμένει, να επενδυθεί κερδοφόρα στη συνέχεια. Στη μεγάλη κρίση του 1929-1939, το μέγεθος της υπερσυσσώρευσης αλλά και η κεϊνσιανή πολιτική που ακολουθήθηκε τη δεκαετία του '30, επέτεινε το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης. Τελικά, ο Β' ιμπεριαλιστικός Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε τη «λύση». Λειτούργησε «καθαρτικά» για τον καπιταλισμό, οδήγησε σε τεράστιες «επενδύσεις» στην πολεμική βιομηχανία, έφερε μια τεράστιας κλίμακας καταστροφή του επενδυμένου κεφαλαίου, επιτρέποντας στη συνέχεια τη συνέχιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας μετά τον πόλεμο. Σημειώνεται φυσικά πως η καταστροφή του κεφαλαίου δεν γίνεται ποτέ «ήρεμα» με μια «συμφωνία κυρίων». Η ανταγωνιστική φύση του καπιταλισμού, το γεγονός ότι κάθε κεφάλαιο ανταγωνίζεται τα υπόλοιπα για μερίδια κερδοφορίας, μετατρέπει τη διαδικασία καταστροφής σε ένα παιχνίδι όπου «ο κερδισμένος τα παίρνει όλα».
Το «πράσινο New Deal» επιδιώκει να είναι η αστική απάντηση στην καπιταλιστική κρίση και κυρίως στο πρόβλημα της μεγάλης κλίμακας υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που ταλανίζει τη διεθνή καπιταλιστική οικονομία.
Τι προβλέπει το «πράσινο New Deal»;
Μια εκτεταμένη απαξίωση μεγάλου όγκου υποδομών και ήδη επενδυμένου κεφαλαίου σε ολόκληρο τον κόσμο και αντικατάστασή του με νέο και ταυτόχρονα τη στήριξη των σχετικών επενδύσεων.
Αξιοποιώντας αλλά και καλλιεργώντας συστηματικά τον προβληματισμό των λαών για την καταστροφή του περιβάλλοντος, το «πράσινο New Deal» προκρίνει την απόσυρση δεκάδων εκατομμυρίων αυτοκινήτων και φορτηγών ως ρυπογόνων, την απαξίωση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων ηλεκτρικής ενέργειας και τη δημιουργία νέων για ΑΠΕ, την επαναχάραξη και την αναβάθμιση οδικών αξόνων, τον περιορισμό των αεροπορικών μεταφορών μόνο σε όσες είναι αρκετά «πράσινες», την απαξίωση υποδομών κατοικίας γιατί δεν είναι περιβαλλοντικά αναβαθμισμένες, τις αλλαγές στο πρότυπο ζωής για να είναι πιο «πράσινο» κ.λπ.
Με λίγα λόγια, το «πράσινο New Deal» δεν είναι μόνο νέες «πράσινες»1 επενδύσεις. Δεν θα μπορούσε να είναι. Η πολιτική του «πράσινου New Deal» προϋποθέτει στην ελεγχόμενη καταστροφή υφιστάμενων επενδύσεων, σε μια μεγάλη απαξίωση κεφαλαίου που, με βάση εκτιμήσεις των ίδιων των οπαδών του, αντιστοιχεί σε απαξίωση καιρού πολέμου. Οι υποδομές που θα καταστραφούν αφορούν λαϊκές οικογένειες (π.χ. αυτοκίνητα, σπίτια χαμηλής ενεργειακής απόδοσης) ή κρατικές υποδομές (δρόμων που αντικαθίστανται με νέους ιδιωτικούς), ενεργειακών υποδομών η αντικατάσταση των οποίων εκτοξεύει το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τους εργαζόμενους. Οι πράσινες υποδομές θα είναι τελικά ακριβότερες, κόστος που βεβαίως θα πληρώσουν οι εργαζόμενοι (για παράδειγμα τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, αν συνυπολογίσει κανείς και τη μικρότερη χρονική διάρκεια ζωής τους, υπολογίζεται ότι θα έχουν διπλάσιο έως τριπλάσιο κόστος απ' τα παραδοσιακά και αρχικά με μικρότερες δυνατότητες, το ρεύμα από ΑΠΕ τρεις έως τέσσερις φορές ακριβότερο κ.λπ.).
Το «πράσινο New Deal» έχει τελικά ως στόχο τη μαζική απαξίωση υποδομών που χρησιμοποιούν οι εργαζόμενοι και τη στροφή της βιομηχανικής παραγωγής σε νέες πολύ ακριβότερες «πράσινες» λύσεις.
Η θεώρηση είναι πως αυτή η μαζική καταστροφή μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης. «Χαμένοι» αυτής της λύσης, εκτός απ' τους εργαζόμενους που σε μεγάλη κλίμακα θα δουν υποδομές δεκαετιών, που είτε αποτελούν ιδιωτική περιουσία είτε κρατική περιουσία και χρησιμοποιούνται με μικρότερο κόστος στις τσέπες τους, να απαξιώνονται, είναι και κλάδοι που δεν μπορούν να «μετατραπούν» για να παράγουν πράσινες λύσεις. Οι τελευταίοι αποτελούν και τους βασικούς χρηματοδότες όλων όσοι αντιστρατεύονται αυτών των πράσινων λύσεων.
Ωστόσο, από την εφαρμογή των «πράσινων λύσεων» η περίοδος χάριτος που θα πάρει η καπιταλιστική οικονομία είναι μικρή. Ηδη π.χ. οι ΑΠΕ έχουν υπερκαλύψει τους στόχους που είχαν τεθεί, φθάνουν σε επίπεδα υπερσυσσώρευσης. Ακόμα και με τις «καλύτερες προϋποθέσεις», ακόμα δηλαδή και αν αποδώσουν προσωρινά στην εκτόνωση της υπερσυσσώρευσης, είναι ζήτημα μερικών ετών πριν η κρίση υπερσυσσώρευσης εκδηλωθεί και πάλι χωρίς άλλη «μαγική λύση». Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ενισχύει τους κινδύνους πιο γενικευμένων πολεμικών αναμετρήσεων στο μέλλον.
Υποσημείωση:
1. Αξίζει να σημειωθεί πως - αντιγράφοντας ένα σύγχρονο τραγούδι - «πράσινα είναι τα βουνά, όχι η Ενέργεια». Οι επενδύσεις ΑΠΕ (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά κ.λπ.) οδηγούν σε δραστική υποβάθμιση του περιβάλλοντος και σε καταστροφή τοπικών οικονομιών. Η χάραξη χιλιάδων χιλιομέτρων νέων δρόμων, τα ηλεκτρικά δίκτυα που σαρώνουν ολόκληρα βουνά, οι λίμνες που θα σκεπαστούν από πλωτά φωτοβολταϊκά κ.λπ. έχουν καταστρεπτική επίδραση σε ολόκληρα οικοσυστήματα, αποδεικνύοντας πως η εγκατάστασή τους δεν έχει περιβαλλοντικό κριτήριο αλλά αποκλειστικά το κέρδος των επενδυτών.